- ἐπικαινίζω
- V 0-0-0-0-1=11 Mc 10,44to renew, to restore; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επικαινίζω — ἐπικαινίζω (Α) ανακαινίζω, επισκευάζω, ανανεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καιν ίζω (< καινός) «κάνω κάτι καινούργιο»] … Dictionary of Greek
ἐπικαινισθεῖσι — ἐπικαινίζω renew aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαινισθῆναι — ἐπικαινίζω renew aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)